ἤλασε

ἤλασε
ἐλαύνω
drive
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επαΐσσω — ἐπαΐσσω (Α) 1. κινούμαι ορμητικά, επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου (με δοτ. οργάν.) («Ἀντίλοχος δ ἄρ ἐπαΐξας ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Οδ.) (και για γεράκι, απόλ.) («κίρκος... ταρφέ ἐπαΐσσει», Ομ. Ιλ.) 2. κινώ κάτι ορμητικά («πᾷ πόδ ἐπάξας… …   Dictionary of Greek

  • επελαύνω — (AM ἐπελαύνω) [ελαύνω] 1. επιτίθεμαι έφιππος 2. επιτίθεμαι ορμητικά αρχ. μσν. διέρχομαι, διασχίζω αρχ. 1. οδηγώ κάπου («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», Ηρόδ.) 2. τοποθετώ πάνω σε μια επιφάνεια μέταλλο σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ ὄγδοον ἤλασε χαλκόν» …   Dictionary of Greek

  • κόρση — και κόρρη, ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα) το κεφάλι («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.) αρχ. 1. το πλάγιο μέρος τής κεφαλής, ο κρόταφος («ξίφει ἤλασε κόρσην», Ομ. Ιλ.) 2. η γνάθος, το σαγόνι («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», Πλάτ.) 3. συν. στον πληθ. αἱ… …   Dictionary of Greek

  • σπέος — και επικ. τ. σπεῑος, τὸ, Α βαθιά σπηλιά, σπήλαιο (α. «ὑπό τε σπέος ἤλασε μῆλα», Ομ. Ιλ. β. «νύμφη πότνι ἔρυκε Καλυψώ... ἐν σπέεσι γλαφυροῑσι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος πρέπει να συνδέεται με τη λ. σπήλαιον*. Ο… …   Dictionary of Greek

  • ἤλασ' — ἤλασα , ἐλαύνω drive aor ind act 1st sg ἤλασε , ἐλαύνω drive aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”